- τσατίζω
- μετ.1) задирать, поддевать, поддразнивать; 2) приставать (к кому-л. с любовью);
τσατίζομαι — сердиться; — кипятиться, распаляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσατίζομαι — сердиться; — кипятиться, распаляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσατίζω — και τσαντίζω Ν 1. πειράζω κάποιον και τόν κάνω να θυμώσει, τόν εκνευρίζω 2. ενοχλώ ερωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catişmak «συγκρούομαι»] … Dictionary of Greek
τσατίζω — (λ. τουρκ.), τσάτισα, τσατίστηκα, τσατισμένος 1. πειράζω με ερωτόλογα. 2. πειράζω, προσβάλλω, ερεθίζω, εξοργίζω: Με τσάτισε με τα λόγια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσάτισμα — και τσάντισμα, το, Ν [τσατίζω / τσαντίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσατίζω … Dictionary of Greek
τσαντίζω — Ν βλ. τσατίζω … Dictionary of Greek
τσατίλα — και τσαντίλα, η, Ν εκνευρισμός, θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] … Dictionary of Greek